- σχοινιοστρόφος
- και σχοινοστρόφος, ὁ, Α1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό4. το φυτό κάναβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.