σχοινιοστρόφος

σχοινιοστρόφος
και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχοινιοστρόφος — rope maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινιοστρόφου — σχοινιοστρόφος rope maker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοστρόφος — ον, Α βλ. σχοινιοστρόφος …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՒԱՆԱՄԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0580 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχοινοστρόφος, σχοινιοστρόφος funemcontorquens, restio. Մանօղ զչուան. չըվան շինօղ՝ սլըրօղ. ... *Վասն չուանամանաց եւ պղնձագործաց եւ վասն այլոց գռեհիկ մարդկան. Ոսկ. մ. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”